- καμακίζω
- [καμάκι]χτυπώ το ψάρι με καμάκι, ψαρεύω με καμάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμακίζω — καμάκισα, καμακίστηκα, καμακισμένος, και καμακώνω καμάκωσα, καμακώθηκα, καμακωμένος, ψαρεύω με καμάκι: Το καμάκωσε το ψάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμάκι — Σύνεργο ψαρέματος με μία ή περισσότερες μυτερές αιχμές, που αποτελείται από ένα ακόντιο με πτερύγια στην άκρη, τα οποία το εμποδίζουν να βγει από το σώμα στο οποίο καρφώθηκε. Κατά κανόνα το κ. συγκρατείται με σχοινί από φυτικές ίνες για να… … Dictionary of Greek
καμάκισμα — το [καμακίζω] το χτύπημα με καμάκι … Dictionary of Greek
καμακιστής — ο [καμακίζω] αυτός που ψαρεύει με καμάκι, ειδικός στο ψάρεμα με καμάκι, καμακίας … Dictionary of Greek
καμακώνω — [καμάκι] 1. ψαρεύω με καμάκι, χτυπώ το ψάρι με καμάκι, καμακίζω 2. προσελκύω γυναίκα με επιπόλαιο και ανόητο τρόπο («ύστερα από πολλές προσπάθειες τήν καμάκωσε») … Dictionary of Greek
καμακώνω — βλ. καμακίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)